- προδωσέταιρος
- προδωσέταιρος, ον,A betraying one's companions, Scol.14, D.C.58.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδωσέταιρος — ον, Α αυτός που προδίδει τους συντρόφους του, τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < προδωσ τού προδίδωμι + ἑταῖρος «σύντροφος»] … Dictionary of Greek
προδωσέταιρον — προδωσέταιρος betraying one s companions masc/fem acc sg προδωσέταιρος betraying one s companions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδωσέταιροι — προδωσέταιρος betraying one s companions masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)